δεκαρολογία

δεκαρολογία
η 1. η ιδιότητα τού δεκαρολόγου
2. ενέργεια δεκαρολόγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεκαρολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δεκαρολογία — η μικροπρεπής και ανέντιμος χρηματισμός: Μην περιμένεις να κάνεις τη δουλειά σου με δεκαρολογίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”